Дисконтировать στα ελληνικά
Μετάφραση: дисконтировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκπτωση, σκόντο, μείωση, έκπτωσης, εκπτώσεις, προεξοφλητικό, προεξόφλησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дисконт στα ελληνικά - μείωση, σκόντο, έκπτωση, έκπτωσης, εκπτώσεις, προεξοφλητικό, προεξόφλησης
- дисконтер στα ελληνικά - discounter, προσφέροντος έκπτωση, Discounter υπολογίζει, Εργαλείο Έκπτωσης
- дискос στα ελληνικά - άγιο δισκάριο, δισκάριο
- дискотека στα ελληνικά - ντίσκο, disco, ντισκοτέκ
Τυχαίες λέξεις
Дисконтировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκπτωση, σκόντο, μείωση, έκπτωσης, εκπτώσεις, προεξοφλητικό, προεξόφλησης
Μεταφράσεις: έκπτωση, σκόντο, μείωση, έκπτωσης, εκπτώσεις, προεξοφλητικό, προεξόφλησης