Λέξη: δάνειο

Σχετικές λέξεις: δάνειο

δάνειο στεγαστικό, δάνειο μτπυ, δάνειο καταναλωτικό, δάνειο προς πρώϊμη αποπληρωμή, δάνειο πειραιώς, δάνειο αγοράς αυτοκινήτου, δάνειο κατοικίας, δάνειο από ξένη τράπεζα, δάνειο ζωής νότης σφακιανάκης lyrics, δάνειο για αγορά οικοπέδου, στεγαστικό δάνειο

Μεταφράσεις: δάνειο

δάνειο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
loan, a loan, loan of, loan is, loans

δάνειο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
préstamo, prestar, crédito, préstamos, préstamo de, de préstamo

δάνειο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leihe, ausleihe, anleihe, borgen, darlehen, kredit, leihen, Darlehen, Kredit, Darlehens

δάνειο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
emprunter, emprunt, crédit, prêter, prêt, prêts, prêt de

δάνειο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prestare, mutuo, prestito, credito, mutuare, finanziamento, di prestito, prestito di

δάνειο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pão, empréstimo, emprestar, de empréstimo, empréstimo de, empréstimos, crédito

δάνειο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lenen, lening, bruikleen, leningen, krediet, lening van

δάνειο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
овердрафт, одалживать, ссужать, заем, ссудить, ссуда, заём, одолжить, кредит, кредита, кредитный, займа

δάνειο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lån, lånet, låne, utlåns

δάνειο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lån, lånet, låne, kredit

δάνειο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laina, vipata, lainan, lainatarjous Tule lainaneuvontaan, lainaa, lainasta

δάνειο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
låne, lån, lånet, udlån, laan

δάνειο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
půjčka, půjčit, zapůjčit, úvěr, úvěru, půjčky, úvěrové

δάνειο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kredyt, pożyczka, pożyczać, pożyczki, kredytu, kredytów

δάνειο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kölcsön, kölcsönadás, hitel, lejárta, Kölcsönzés lejárta, kölcsönözhető

δάνειο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
borç, kredi, kredisi, Kiralanmış, bakışı

δάνειο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суглинковий, позику, Позика

δάνειο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hua, kredisë, kredi, të kredisë, e kredisë

δάνειο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заем, чуждици, кредит, кредита, заеми, заема

δάνειο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пазыку, пазыка, заём

δάνειο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laenama, laenkeelend, laen, laenu, laenude, laenu-, laenuga

δάνειο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krediti, zajam, pozajmica, uzajmiti, kredita, kredit, zajma, kreditima

δάνειο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lán, lánið, láni, lána, útlána

δάνειο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paskola, paskolos, paskolų, paskolą

δάνειο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizdevums, aizņemties, aizņēmums, aizdot, aizdevumu, aizdevuma, kredīts, aizņēmuma

δάνειο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заемот, заем, кредит, кредитот, кредитното

δάνειο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
împrumut, credit, de împrumut, împrumutului, imprumut

δάνειο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posojilo, posojila, kredit, za posojila

δάνειο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pôžička, úver, pôžičky, Rýchla pôžička

Στατιστικά δημοτικότητας: δάνειο

Τυχαίες λέξεις