Доглядеть στα ελληνικά

Μετάφραση: доглядеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλέπω, ρολόι, φρουρά, παρακολουθώ, doglyadet
Доглядеть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • догладить στα ελληνικά - σιδερώνω, σιδερένιος, dogladit
  • доглаживать στα ελληνικά - σιδερένιος, σιδερώνω, doglazhivat
  • догм στα ελληνικά - δόγματα, δογμάτων, τα δόγματα, δόγμα
  • догма στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, το δόγμα, δόγματα
Τυχαίες λέξεις
Доглядеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλέπω, ρολόι, φρουρά, παρακολουθώ, doglyadet