Λέξη: σωλήνωση
Σχετικές λέξεις: σωλήνωση
σωλήνωση γεώτρησης
Συνώνυμα: σωλήνωση
σωλήνες, οξύς, σωλήνας, σωλήν, αγωγός, οχετός, υπόγειος διάβαση
Μεταφράσεις: σωλήνωση
σωλήνωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
piping, tubing, conduit, pipeline, pipe
σωλήνωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conducto, tubería, cañería, canalización, tubo, tubos, tubo de, la tubería
σωλήνωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
paspel, rohr, rohre, rohrleitung, Rohr, Röhre, Schlauch
σωλήνωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tuyauterie, conduit, tubage, tube, tuyau, tubes, tubulure
σωλήνωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conduttura, tubi, tubing, tubo, tubazione, tubazioni
σωλήνωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tubo, cano, tubagem, condutas, canudo, tubulação, tubos, tubo de
σωλήνωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roer, buis, steel, pijp, leidingen, loop, kanaal, buizen, slang, slangen, tubing
σωλήνωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трубопровод, тюбинг, писк, пронзительный, насвистывание, труба, свист, кант, пронизывающий, выпушка, пение, игра, трубы, трубки, трубка, труб
σωλήνωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rør, tubing, slangen, slange
σωλήνωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rör, slangar, slang, slangen, röret
σωλήνωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
putki, johto, torvi, pillistö, pilli, putket, letkut, letku, letkun
σωλήνωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rør, slange, slanger, slangen, røret
σωλήνωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
potrubí, hadice, trubky, tenkostěnné, trubice
σωλήνωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rura, tubing, rurociąg, kanalizacja, rury, rurkowanie, krzykactwo, rurki, przewody, przewody rurowe
σωλήνωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
madárének, szegélyezés, csövezés, sipító, csövek, furulyázás, csőrendszer, cső, csövet, csővezeték
σωλήνωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boru, borular, tüp, hortum, hortumu
σωλήνωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
піпетки, трубопровід, труби
σωλήνωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tub, gypat, tubacion, tubat, tub i
σωλήνωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тръба, тръби, тръбопроводи, тръбичка, тръбички
σωλήνωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трубы
σωλήνωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
torustik, torud, toru, torustiku, voolikute
σωλήνωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pijukanje, cijevi, cjevovod, zviždanje, cijev, tubing, cijevi su, cjevovoda
σωλήνωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rör, Tubing, leiðslur, Slönguna, slöngur
σωλήνωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vamzdelis, vamzdynas, vamzdis, vamzdžiai, vamzdeliai, vamzdynų vamzdžiai, vamzdelių
σωλήνωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
caurule, caurules, cauruļu, cauruļvadi, caurulītes
σωλήνωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цевки, цевка, цевковод, цевки од
σωλήνωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tub, tubing, tuburi, tubulatura, tubulatură
σωλήνωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cevi, tubing, cevko, cevi za, cevje
σωλήνωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trubky, potrubí, hadice, hadica, hadicu
Τυχαίες λέξεις