Дотянуть στα ελληνικά

Μετάφραση: дотянуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωγραφίζω, σέρνω, επισύρω, έλκω, τραβώ, κρατήστε, κρατήστε την, κρατήσει, διατηρήσει, διατηρήσουν
Дотянуть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дотягивать στα ελληνικά - επισύρω, σέρνω, ζωγραφίζω, τραβώ, έλκω, κρατήστε, κρατήσει, ...
  • дотягиваться στα ελληνικά - φτάνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
  • дофин στα ελληνικά - δελφίνος, Dauphin, δελφίνου, δελφίνο, τίτλος των πρωτότοκων υιών των βασιλέων της γαλλίας
  • дохлый στα ελληνικά - αδύνατος, ασήμαντος, ισχνός, νεκρός, πεθαμένος, νεκρών, νεκρά, ...
Τυχαίες λέξεις
Дотянуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωγραφίζω, σέρνω, επισύρω, έλκω, τραβώ, κρατήστε, κρατήστε την, κρατήσει, διατηρήσει, διατηρήσουν