Λέξη: δέχομαι

Σχετικές λέξεις: δέχομαι

έρχομαι ετυμολογία, δέχομαι αρχικοί χρόνοι, δέχομαι παράγωγα, δέχομαι . ας φάμε, δέχομαι κλίση, δέχομαι στα αγγλικα, δέχομαι συνώνυμο, δέχομαι ομόρριζα, δέχομαι την τρίτη μεγάλη ιδεολογία τησ ιστορίασ, δέχομαι συνώνυμα

Συνώνυμα: δέχομαι

συμφωνώ, επιτρέπω, παραδέχομαι, χορηγώ, παραχωρώ, καταλογίζω, αποδέχομαι, λαμβάνω, υποδέχομαι, πλησιάζω

Μεταφράσεις: δέχομαι

δέχομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accept, accept it, I accept

δέχομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tomar, admitir, asentir, aceptar, acepte, aceptará, acepta, aceptar la

δέχομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einlassen, entgegennehmen, akzeptieren, aufnehmen, annehmen, übernehmen, zu akzeptieren

δέχομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agréons, acceptons, agréer, compulser, accorder, acceptent, admettre, agréent, adopter, accepter, agréez, prendre, accueillir, recevoir, acceptez, accepte, accepter les, accepter des, acceptera

δέχομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
concedere, ammettere, gradire, accogliere, accettare, accetta, accettare la, accetterà

δέχομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acatar, topar, admitir, aceitar, acolher, aceito, aceitam, aceitamos, aceitar a

δέχομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
binnenlaten, aannemen, erkennen, toegeven, toelaten, ontvangen, accepteren, aanvaarden, te accepteren, te aanvaarden, aanvaardt

δέχομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
признавать, стерпеться, соглашаться, акцептовать, принять, допускать, принимать, акцептировать, признать, принимаем, принимаю, принимает

δέχομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
godkjenne, godta, aksepterer, akseptere, jeg aksepterer, godtar

δέχομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
antaga, erkänna, godtaga, anamma, instämma, acceptera, accepterar, godta, emot, godkänna

δέχομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päästää, ottaa vastaan, kannattaa, ottaa, uskoa, vastaanottaa, suostua, hyväksyä, huolia, hyväksyn, hyväksy, hyväksymään, hyväksyttävä

δέχομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tage, modtage, godtage, acceptere, accepterer, modtager, at acceptere

δέχομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
připustit, akceptovat, uznat, přijmout, přijímat, přijímám, přijetí

δέχομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyjmować, zaakceptować, zgadzać, przyjąć, przystać, pogodzić, akceptować, honorować, uznać, Akceptujemy

δέχομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elfogad, elfogadom, elfogadni, elfogadja, fogadja

δέχομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
almak, kabul etmek, kabul, kabul ediyorum, kabul edin

δέχομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
погоджуватися, припускатися, приймати, приймати в, брати, вживати, ухвалювати

δέχομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pranoj, pranojë, pranojnë, të pranojë, pranojmë

δέχομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приемам, го приемам, приеме, приемат, приема

δέχομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атрымлiваць, узяць, прыймаць, атрымоўваць, прымаць, прымаць у, браць

δέχομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saavutus, tunnustama, aktsepteerima, nõustuma, nõustuda, aktsepteerida, aktsepteerib

δέχομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
akcentuacija, isticanje, prihvatiti, prihvaćaju, prihvatite, prihvate, primiti

δέχομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þiggja, samþykkja, taka, sætta, að samþykkja, sætta sig

δέχομαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
suscipio

δέχομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priimti, pritarti, sutikti, pripažinti, priima

δέχομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzņemt, piekrist, pieņemt, akceptēt, pieņemiet, pieņems

δέχομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прифати, се прифати, го прифати, прифатат, ја прифати

δέχομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
accepta, accept, accepte, il accept, acceptă

δέχομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sprejeti, sprejemajo, sprejme, Sprejmite, sprejema

δέχομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
akceptovať, prijať, uznať, súhlasiť
Τυχαίες λέξεις