Ель στα ελληνικά

Μετάφραση: ель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλάρεσκος, έλατο, ελάτη, ερυθρελάτης, ερυθρελάτη, ελάτης
Ель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • елозить στα ελληνικά - μπουσουλάω, σύρομαι, σύρσιμο, σέρνομαι, ανίχνευσης, crawl, ανίχνευση, ...
  • елочка στα ελληνικά - έλατο, ψαροκόκκαλο, ψαροκόκαλου, ψαροκόκαλο, σχέδιο ψαροκόκαλου, σταχυοειδούς
  • емкий στα ελληνικά - ευρύχωρος, ευρύχωρο, ευρύχωρες, μεγάλης χωρητικότητας, απέραντος
  • емкость στα ελληνικά - ικανοποιημένος, παραγωγή, φωνή, ποσότητα, όγκος, ευχαριστημένος, χωρητικότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Ель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλάρεσκος, έλατο, ελάτη, ερυθρελάτης, ερυθρελάτη, ελάτης