Λέξη: φιλαυτία
Σχετικές λέξεις: φιλαυτία
φιλαυτία λεξικο, φιλαυτία ετυμολογία, φιλαυτία αντώνυμο, φιλαυτία συνώνυμο, φιλαυτία ορισμός
Συνώνυμα: φιλαυτία
ιδιοτέλεια, ατομικισμός
Μεταφράσεις: φιλαυτία
φιλαυτία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vanity, selfishness, individualism
φιλαυτία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
egoísmo, vanidad, el egoísmo, egoísmos, del egoísmo, egoismo
φιλαυτία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eingebildetheit, eitelkeit, einbildung, nichtigkeit, egoismus, frisierkommode, selbstsucht, vergeblichkeit, aufgeblasenheit, Selbstsucht, Egoismus, Eigennutz, die Selbstsucht
φιλαυτία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
néant, égoïsme, suffisance, futilité, prétention, présomption, fatuité, vanité, l'égoïsme, d'égoïsme, égoïsmes
φιλαυτία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
egoismo, fatuità, vanità, l'egoismo, dell'egoismo, egoismi, dall'egoismo
φιλαυτία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
egoísmo, o egoísmo, do egoísmo, egoismo, egoísmos
φιλαυτία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ijdelheid, nietigheid, vruchteloosheid, egoïsme, zelfzucht, zelfzuchtigheid, eigenbelang, het egoïsme
φιλαυτία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ничтожность, себялюбие, амбиция, тщета, тщеславие, эгоизм, суета, суетность, эгоистичность, самолюбие, эгоизма, эгоизмом
φιλαυτία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfengelighet, egoisme, selviskhet, selfishness, egenkjærlighet, selvopptatthet
φιλαυτία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flärd, själviskhet, egoism, själviskheten, självisk, egoismen
φιλαυτία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koreilu, itserakkaus, itsekkyys, itsekkyyden, itsekkyyttä, itsekkyydestä, itsekkyyteen
φιλαυτία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfængelighed, egoisme, selviskhed, selviskheden
φιλαυτία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
domýšlivost, malichernost, marnivost, nicotnost, egoismus, sobectví, sobeckost, sobeckosti
φιλαυτία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zarozumiałość, marnota, sobkostwo, daremność, marność, samolubstwo, egoizm, próżność, złuda, autofilia, zarozumialstwo, egoizmu, egoizmem, samolubstwa
φιλαυτία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önzés, az önzés, önzést, önzőség, az önzést
φιλαυτία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bencillik, selfishness, bencilliği, bencilliğin, bir bencillik
φιλαυτία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
метушня, суєтність, марність, суєта, егоїзм
φιλαυτία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
egoizëm, egoizmi, egoizmit, egoizmin, egoizimi
φιλαυτία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
суета, себелюбие, егоизъм, егоизма, егоизмът, себичност
φιλαυτία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эгаізм
φιλαυτία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eneseuhkus, egoism, auahnus, isekus, tühisus, isekuse, isekusest, isekust, isekuses
φιλαυτία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sebičnost, uobraženost, ispraznost, sujeta, egoizam, sebičnosti, je sebičnost, sebiËnost
φιλαυτία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mont, eigingirni, sjálfselska
φιλαυτία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tuštybė, savanaudiškumas, egoizmas, savanaudiškumo, savanaudiškumą, savanaudiškumui
φιλαυτία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iedomība, augstprātība, patmīlība, egoisms, savtīgums, savtība, savtīgumu
φιλαυτία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
себичност, себичноста
φιλαυτία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vanitate, egoism, egoismul, egoismului, de egoism, a egoismului
φιλαυτία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sebičnost, sebičnosti, egoizem, je sebičnost
φιλαυτία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
márnosť, sebectvo, sebectva, sebectvu, egoizmu, egoizmus
Τυχαίες λέξεις