Λέξη: προσδένω
Συνώνυμα: προσδένω
προσδένομαι, συνάπτω, ατροφώ, κατάσχω, συνδέω, ετοιμάζω ίππον, χρησιμοποιώ
Μεταφράσεις: προσδένω
προσδένω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
moor, hitch, harness
προσδένω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amarrar, enganche, tirón, de enganche, enganche de, el enganche
προσδένω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
moor, Haken, Problem, Panne, Kupplung, Anhängevorrichtung
προσδένω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mouiller, lier, lande, marécage, marais, amarrer, attelage, accroc, d'attelage, l'attelage
προσδένω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ormeggiare, intoppo, di traino, gancio di, intoppi, hitch
προσδένω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amarre, lua, amarrar, dificuldade, puxão, engate, hitch, engate de
προσδένω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
moriaan, aanbinden, onderbinden, moor, meren, hapering, hitch, kink in de kabel, trekhaak, storing
προσδένω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приставать, болото, пришвартовать, швартоваться, марокканец, причалить, причаливать, пристать, мусульманин, пришвартовывать, мавр, заминка, устройство, прицепное устройство, стекла прицепное устройство, фаркоп
προσδένω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mo, fortøye, stikk, hitch, vanskelighet, hindring, feste
προσδένω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hed, hitch, skumt, dragkrok, kroken, koppling
προσδένω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiinnittää, mauri, maurilainen, kangas, ankkuroida, nummi, liftata, vetokoukku, hitch, Kori istuinpaikkoja, lämmitin vetokoukku
προσδένω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hitch, hage, anhængertræk, liften, ophæng
προσδένω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakotvit, vřesoviště, bažina, zádrhel, závěs, hitch, závěsu, oko
προσδένω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zacumować, wrzosowisko, trzęsawisko, bagno, umocowywać, zaczep, szkopuł, przeszkoda, uczep, hitch
προσδένω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mór, rántás, hitch, bökkenő, vonófej, vonóhorog
προσδένω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aksaklık, hitch, KAVRAMA, aksama, evlenmek
προσδένω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мрійливий, розсіяний, круглий, апатичний, мрійний, заминка, затримка
προσδένω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
autostop, pengesë, çapitem, kapje, avari
προσδένω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тресавище, засечка, подръпване, благополучно, теглич, спънка
προσδένω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
замінка, затрымка, замешка, няўпраўка
προσδένω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
moorlane, maur, silduma, raba, takistus, veokonks, puhasti veokonks, soojendus veokonks, hitch
προσδένω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trzaj, za vuču, zgloba koje, zapregnuti, upregnuti
προσδένω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hitch, ugleika
προσδένω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kliūtis, kablys, hitch, autostopu, prikabinimo
προσδένω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizķeršanās, āķis, hitch, turētāji, līdzbraucošo
προσδένω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
накуцване, кука, куката, патувам, куката за
προσδένω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bărăgan, zgudui, hitch, cârlig de, Cupla, cuplă
προσδένω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
planina, slatina, kljuka, kuka, kljuko, hitch, priklop
προσδένω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slatina, planina, zádrhel, zádrheľ, háčik
Τυχαίες λέξεις