Жмуриться στα ελληνικά
Μετάφραση: жмуриться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναβοσβήνω, λοξοκοιτάζω, μάζεμα, squinting, στραβισμό, το στραβισμό, το μάζεμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- житьё στα ελληνικά - βίος, ισόβιος, ύπαρξη, ζωή, κατοικία, κατοίκηση, κατοίκησης, ...
- жмот στα ελληνικά - φιλάργυρος, τσιγκούνη, τσιγκούνης, φιλάργυρο, miser
- жмурки στα ελληνικά - τυφλόμυγα
- жмут στα ελληνικά - σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
Τυχαίες λέξεις
Жмуриться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναβοσβήνω, λοξοκοιτάζω, μάζεμα, squinting, στραβισμό, το στραβισμό, το μάζεμα
Μεταφράσεις: αναβοσβήνω, λοξοκοιτάζω, μάζεμα, squinting, στραβισμό, το στραβισμό, το μάζεμα