Λέξη: αυγό

Σχετικές λέξεις: αυγό

αυγό μελάτο, αυγό ονειροκρίτης, αυγό ιδιότητες, αυγό με ψάρι, αυγό τηγανητό θερμίδες, αυγό ποσέ, αυγό θερμίδες, αυγό του κόκορα, αυγό ή αβγό, αυγό ετυμολογία

Συνώνυμα: αυγό

ωόν

Μεταφράσεις: αυγό

αυγό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
egg, eggs, the egg, egg is, of egg

αυγό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
huevo, huevos, de huevo, óvulo, huevo de

αυγό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hode, eier, landstreicher, ei, hoden, Ei, Eier, egg

αυγό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ovule, oeuf, testicule, coco, œuf, œufs, oeufs

αυγό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
uovo, egg, dell'uovo, uovo di, d'uovo

αυγό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ovo, ovos, esforço, de ovo, do ovo, de ovos

αυγό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ei, eicel, eieren, egg, eitje

αυγό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
яйцо, граната, яйца, яичный, яиц, яичного

αυγό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
egg, egget, egge

αυγό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ägg, ägget, egg

αυγό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muna, mätimuna, kananmuna, kananmunan, egg, munan

αυγό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
æg, ægget, æggeblomme, egg

αυγό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vajíčko, vejce, vejcem, vajec, vaječný

αυγό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jajko, jajo, jaj, egg, żółtko

αυγό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
madártojás, kézigránát, pofa, tojás, tojást, tojástermékek, egg, tojással

αυγό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yumurta, egg, yumurtası, yumurtanın

αυγό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гранату, яйце, підбурювати, граната

αυγό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vezë, veza, veze, vezë të, vezë e

αυγό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
яйце, яйчен, яйца, яйцата, яйчния

αυγό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
яйка, яйцо

αυγό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seifimuukija, muna, munade, munatoodete, muna-, munaga

αυγό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jaje, jaja, jajeta, jajašce, egg

αυγό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
egg, eggið, eggja-, eggja, eggi

αυγό στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ovum

αυγό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sėklidė, kiaušinis, kiaušinių, kiaušinio, kiaušiniai, kiaušinį

αυγό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sēklinieks, ola, olu, olas, ikru, olšūna

αυγό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јајцето, јајце, јајца, јајце клетка, јајце клетката

αυγό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ou, testicul, de ou, ouă, oua, de ouă

αυγό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
veje, jajce, egg, jajc, jajčece, jajčni

αυγό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vajce, vajíčko, vajcia, vajec, vajíčka

Στατιστικά δημοτικότητας: αυγό

Τυχαίες λέξεις