Журчать στα ελληνικά
Μετάφραση: журчать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γκρινιάζω, κυμάτισμα, παφλάζω, κελαρύζω, φούσκα, φουσκάλα, συμπλέκομαι, φλυαρώ, κυματισμός, μουρμουρίζω, τρίζω, ασυναρτησίες, πιτσυλίζω, πιτσιλίσματα, splatter, σπλάτερ, πιτσιλίσματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- журфикс στα ελληνικά - zhurfiks
- журчание στα ελληνικά - φλυαρώ, κυμάτισμα, ασυναρτησίες, μουρμουρίζω, κελαρύζω, τρίζω, κυματισμός, ...
- журчащий στα ελληνικά - φλύαρος, murmurous
- жуткий στα ελληνικά - παντοκράτορας, παντοδύναμος, άρρωστος, φοβερός, τρομακτικός, τρομερός, απόκοσμος, ...
Τυχαίες λέξεις
Журчать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γκρινιάζω, κυμάτισμα, παφλάζω, κελαρύζω, φούσκα, φουσκάλα, συμπλέκομαι, φλυαρώ, κυματισμός, μουρμουρίζω, τρίζω, ασυναρτησίες, πιτσυλίζω, πιτσιλίσματα, splatter, σπλάτερ, πιτσιλίσματος
Μεταφράσεις: γκρινιάζω, κυμάτισμα, παφλάζω, κελαρύζω, φούσκα, φουσκάλα, συμπλέκομαι, φλυαρώ, κυματισμός, μουρμουρίζω, τρίζω, ασυναρτησίες, πιτσυλίζω, πιτσιλίσματα, splatter, σπλάτερ, πιτσιλίσματος