Λέξη: χρηματοκιβώτιο
Σχετικές λέξεις: χρηματοκιβώτιο
χρηματοκιβώτιο cisa, χρηματοκιβώτιο σκρουτζ, χρηματοκιβώτιο πλαίσιο, χρηματοκιβώτιο τιμη, χρηματοκιβώτιο πρακτικερ, χρηματοκιβώτιο μεταχειρισμενο, χρηματοκιβώτιο leroy merlin, χρηματοκιβώτιο σε διαμέρισμα, χρηματοκιβώτιο κλοπής, χρηματοκιβώτιο ασφαλείας
Συνώνυμα: χρηματοκιβώτιο
σιδερένιο κιβώτιο, ταμείο
Μεταφράσεις: χρηματοκιβώτιο
χρηματοκιβώτιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
safe, Deposit, Box, safe deposit box, safe box
χρηματοκιβώτιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
salvo, seguro, segura, caja fuerte, seguridad, seguros
χρηματοκιβώτιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geldschrank, sicher, unversehrt, safe, ungefährlich, kondom, geschützt, panzerschrank, Safe, sicheren, sichere
χρηματοκιβώτιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
constant, sûr, garde-manger, certain, positif, coffre-fort, assuré, fiable, condom, sauf, sûre, sécuritaire, toute sécurité
χρηματοκιβώτιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cassaforte, sicuro, salvo, sicurezza, sicura, cassetta di sicurezza
χρηματοκιβώτιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seguro, sela, cofre, segura, segurança, seguros
χρηματοκιβώτιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behouden, veilig, zeker, safe, condoom, geborgen, kapotje, brandkast, kluis, veilige
χρηματοκιβώτιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
надежный, благоразумный, беспроигрышный, целый, неповрежденный, неопасный, холодильник, осторожный, невредимый, сохранный, сейф, благополучный, безопасный, безопасно, безопасным, безопасной
χρηματοκιβώτιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trygg, sikker, trygge, trygt, safe
χρηματοκιβώτιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ofarlig, riskfri, säker, kassaskåp, säkert, säkra, trygg
χρηματοκιβώτιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
turva, turvallinen, kondomi, turvassa, kassakaappi, varma, turvallista, turvallisen, tallelokero, turvallisia
χρηματοκιβώτιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pengeskab, sikker, sikkert, sikre, safeboks
χρηματοκιβώτιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezpečný, jistý, spolehlivý, trezor, sejf, bezpečné, bezpečná
χρηματοκιβώτιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ostrożny, sejf, bezpieczny, spokojny, pewny, bezpieczne, bezpieczna, bezpiecznie
χρηματοκιβώτιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
páncélszekrény, széf, veszélytelen, biztonságos, a biztonságos, lévő széf, széffel
χρηματοκιβώτιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aman, prezervatif, emin, tehlikesiz, güvenilir, sağlam, güvenli, kasa, güvenli bir, emniyetli, içi kasa
χρηματοκιβώτιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надійний, сейф, безпечний, холодильник, обережний, сейфи, номерах
χρηματοκιβώτιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sigurtë, i sigurt, sigurt, të sigurt, e sigurt
χρηματοκιβώτιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кондом, презерватив, сейф, безопасно, безопасен, безопасна, безопасното
χρηματοκιβώτιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сейф
χρηματοκιβώτιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ohutu, kaitstud, seif, ohutuks, turvaline, ohutud
χρηματοκιβώτιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hladnjak, zdrav, oprezan, kasa, bezopasan, sigurno, sigurna, siguran, sef, sigurni
χρηματοκιβώτιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
öruggur, hættulaus, öruggt, örugg, óhætt, öryggishólf
χρηματοκιβώτιο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tutus, securus, salvus
χρηματοκιβώτιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prezervatyvas, saugus, seifas, saugūs, saugi, saugiai
χρηματοκιβώτιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prezervatīvs, seifs, drošs, droši, droša, drošu
χρηματοκιβώτιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кондом, безбедно, безбеден, безбедни, безбедна, сигурно
χρηματοκιβώτιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sigur, seif, siguranță, în siguranță, sigură
χρηματοκιβώτιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
varna, varen, varno, varne, sef
χρηματοκιβώτιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bezpečný, trezor, úschovňa, izbe, na izbe
Τυχαίες λέξεις