Заваливать στα ελληνικά
Μετάφραση: заваливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνίγω, καλύπτω, συντρίβω, στοίβα, στοιβάδα, στοιβάζω, φράσσω, σωρός, οδόφραγμα, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- забыться στα ελληνικά - υπνάκος, ξεκουραστείτε, να ξεκουραστείτε, λίγο ο ύπνος, νυστάζετε, για λίγο ο ύπνος
- завал στα ελληνικά - παρακώλυση, στένωση, στοιβάδα, αδιέξοδο, αδιεξόδου, μποτιλιάρισμα
- заваливаться στα ελληνικά - πτώση, βυθίζω, εκπίπτω, καταρρέω, σωριάζομαι, πέφτω, βυθίζομαι, ...
- завалить στα ελληνικά - οδόφραγμα, φράσσω, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Τυχαίες λέξεις
Заваливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνίγω, καλύπτω, συντρίβω, στοίβα, στοιβάδα, στοιβάζω, φράσσω, σωρός, οδόφραγμα, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Μεταφράσεις: πνίγω, καλύπτω, συντρίβω, στοίβα, στοιβάδα, στοιβάζω, φράσσω, σωρός, οδόφραγμα, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις