Λέξη: υπερβάλλω

Σχετικές λέξεις: υπερβάλλω

υπερβάλλω χρονικη αντικατασταση, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβάλλω ή υπερβάλλω, προβάλλω ετυμολογία, υπερβάλλω εαυτόν, υπερβάλλω συνωνυμο, υπερβάλλω αγγλικα, υπερβάλλω συνωνυμα, προβάλλω αοριστος, επιβάλλω in english

Συνώνυμα: υπερβάλλω

καλύπτω, υπερτερώ, υπερβαίνω, κάνω με υπερβολή, παίζω με υπερβολή, μεγαλοποιώ

Μεταφράσεις: υπερβάλλω

υπερβάλλω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exaggerate, overact, overstate, exaggerating, exaggerating a

υπερβάλλω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
engrandecer, exagerar, encarecer, exageran, exagere, exagera, exagerar las

υπερβάλλω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übertreiben, überzeichnen, überspitzen, zu übertreiben

υπερβάλλω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exagèrent, amplifier, charger, outrer, exagérer, attiger, exagérer les, d'exagérer, exagérez

υπερβάλλω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esagerare, esagerano, esagerate, esagerare le, esagera

υπερβάλλω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agigantar, exagerar, descompassar, justamente, exageram, exagere, exagero, exagera

υπερβάλλω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vergroten, chargeren, overdrijven, te overdrijven, overdrijf, overdreven, overdrijft

υπερβάλλω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преувеличивать, муссировать, утрировать, гиперболизировать, преувеличить, преувеличивают, преувеличиваю

υπερβάλλω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drive, overdrive, overdriver, driver, forsterke

υπερβάλλω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
överdriva, driva, driver, överdriver, Överdriv

υπερβάλλω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
levennellä, liioitella, suurennella, ylilyödä, paisutella, liioittele, voimistaa, liioittelevat, liioittelen

υπερβάλλω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overdrive, overdriver, at overdrive, forstærke, overdrives

υπερβάλλω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zveličovat, nadsadit, nadsazovat, přehnat, zveličit, přehánět, přehánějí, zveličují, přeháním

υπερβάλλω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
amplifikować, przejaskrawiać, wyolbrzymiać, przesadzać, przesadzić, przesadzaj, przesadzam

υπερβάλλω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
túloz, eltúlozni, eltúlozzák, túlzásba, túlzásokba

υπερβάλλω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mübalağa, abartmak, abartma, abartılı, abartmaya, abartmamak

υπερβάλλω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перебільшувати, перебільште, перебільшити

υπερβάλλω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekzagjeroj, teproj, teproni, ekzagjerojnë, e teproni

υπερβάλλω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преувеличилата, преувеличавам, преувеличават, преувеличава, преувеличаваме, преувеличи

υπερβάλλω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перабольшваць

υπερβάλλω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liialdama, liialdada, liialda, liialdavad, liialdage

υπερβάλλω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preuveličati, pretjerivati, precjenjuje, pretjeruju, preuveličavaju

υπερβάλλω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ýkja, aukið, að ýkja, ýkt

υπερβάλλω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
perdėti, išpūsti, pervertinti, perdedi, išpučia

υπερβάλλω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārspīlēt, pastiprināt, pārspīlē, arī uzrādīs

υπερβάλλω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
претерува, претера, се претера, претерувате, претерувам

υπερβάλλω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
exagera, exagereze, exagerez, exagerezi, exagerăm

υπερβάλλω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pretiravati, pretiravajo, pretiravaj, pretiravam, pretiravamo

υπερβάλλω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
preháňať, prehánať
Τυχαίες λέξεις