Заведомый στα ελληνικά

Μετάφραση: заведомый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοικειωμένος, διάσημος, λαϊκός, γνωστό, περιβόητος, δημοφιλής, διαβόητος, ξακουστός, γνωστός, φημισμένος, επιφανής, διαβόητη, περιβόητη, περιβόητο
Заведомый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • заведовать στα ελληνικά - καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, εποπτεύω, επιβλέπω, εγχειρίζω, λειτουργώ, διευθύνω, ...
  • заведомо στα ελληνικά - ασφαλώς, μπρος, επίτηδες, σκόπιμα, εμφανώς, βέβαια, συνειδητά, ...
  • заведующая στα ελληνικά - Διευθύντρια, manageress
  • заведующий στα ελληνικά - διευθυντής, κυβερνήτης, επόπτης, σκηνοθέτης, κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, ...
Τυχαίες λέξεις
Заведомый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοικειωμένος, διάσημος, λαϊκός, γνωστό, περιβόητος, δημοφιλής, διαβόητος, ξακουστός, γνωστός, φημισμένος, επιφανής, διαβόητη, περιβόητη, περιβόητο