Заемщик στα ελληνικά
Μετάφραση: заемщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανειζόμενος, οφειλέτης, δανειολήπτη, δανειολήπτης, οφειλέτη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бабочка στα ελληνικά - σκόρος, πεταλούδα, σκώρος, πεταλούδας, πεταλούδων, πεταλούδες
- гадко στα ελληνικά - ρυπαρώς
- гандшпуг στα ελληνικά - μοχλός, gandshpug
- диссонирующий στα ελληνικά - παράφωνος, παράφωνες, ασύμφωνος, διάφωνα, παράφωνο
Τυχαίες λέξεις
Заемщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανειζόμενος, οφειλέτης, δανειολήπτη, δανειολήπτης, οφειλέτη
Μεταφράσεις: δανειζόμενος, οφειλέτης, δανειολήπτη, δανειολήπτης, οφειλέτη