Закапать στα ελληνικά
Μετάφραση: закапать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέρος, βούλα, εντοπίζω, σπυρί, να αρχίσει, αρχίσει, αρχίζουν, ξεκινήσει, αρχίσουν
Μεταφράσεις
- адсорбировать στα ελληνικά - προσροφά, προσροφούν, προσροφήσουν, προσροφώνται, προσροφηθεί
- анналы στα ελληνικά - χρονικά, Annals, Επετηρίδα, περιοδικό Annals, τα χρονικά
- биметаллизм στα ελληνικά - διμεταλλισμό, το διμεταλλισμό, τον διμεταλλισμό, διμεταλλισμού
- забулдыга στα ελληνικά - ακόλαστος
Τυχαίες λέξεις
Закапать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέρος, βούλα, εντοπίζω, σπυρί, να αρχίσει, αρχίσει, αρχίζουν, ξεκινήσει, αρχίσουν
Μεταφράσεις: μέρος, βούλα, εντοπίζω, σπυρί, να αρχίσει, αρχίσει, αρχίζουν, ξεκινήσει, αρχίσουν