Λέξη: αμβλύνω
Σχετικές λέξεις: αμβλύνω
αμβλύνω μεταφραση, αμβλύνω αντίθετο, αμβλύνω english, αμβλύνω βικιλεξικο, αμβλύνω συνώνυμο, αμβλύνω ορισμός, αμβλύνω αντίθετα
Συνώνυμα: αμβλύνω
αποβλακώ
Μεταφράσεις: αμβλύνω
αμβλύνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attenuate, dull, blunt, soft pedal, sweeten
αμβλύνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amortiguar, extenuar, atenuar, aburrido, sordo, embotado, mate, apagado
αμβλύνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
matt, stumpf, trübe, dumpf, trüb
αμβλύνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vieillir, affaiblir, modérer, mitiger, tamiser, alanguir, assourdir, aveulir, estomper, affadir, atténuons, atténuent, amollir, étioler, diluer, atténuer, terne, mat, ternes, ennuyeux, sourd
αμβλύνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attenuare, annacquare, sordo, noioso, opaco, ottuso, spento
αμβλύνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
remediar, atenue, atenuar, embotar, aborrecido, enfadonho, baço, entorpecer
αμβλύνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdunnen, verzwakken, saai, dof, doffe, mat, dull
αμβλύνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истощать, тупой, скучно, скучным, скучной, тупая
αμβλύνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjedelig, matt, sløv, kjedelige, matte
αμβλύνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
matt, tråkig, tråkigt, trist, tråkiga
αμβλύνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tylsä, tylsää, tylsiä, himmeä, dull
αμβλύνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kedelig, kedeligt, kedelige, matte, tørre
αμβλύνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zmenšit, zeslabit, oslabit, tlumit, zředit, zmírnit, matný, nudný, fádní, tupý, jednotvárný
αμβλύνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tłumić, rozcieńczać, osłabiać, pomniejszać, łagodzić, zanikać, tępy, nudny, matowy, nieciekawy, głuchy
αμβλύνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
karcsú, vékonyodó, elgyöngített, lesoványodott, elvékonyodott, elvékonyult, vékonyult, vékonyuló, felhígított, gyöngített, unalmas, tompa, matt, fakó, fénytelen
αμβλύνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
donuk, sıkıcı, mat, sönük, sıkıcı bir
αμβλύνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тупий, тупою, тупої, тупой, тупим
αμβλύνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
e shurdhër, shurdhër, të shurdhër, mërzitshëm, i mërzitshëm
αμβλύνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тъп, скучен, скучна, тъпа, матово
αμβλύνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тупы, тупой, тупым
αμβλύνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõrgendama, tuim, igav, tuhm, nüri, tuhmiks
αμβλύνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oslabiti, opao, slabiti, umanjiti, prigušiti, glup, dosadno, dosadan, tupa, dosadna
αμβλύνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
daufa, illa, sljór, leiðinleg, leiðinlegur
αμβλύνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bukas, nuobodus, atšipęs, niūrus, pilkas
αμβλύνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
truls, garlaicīgs, blāvi, trulas, nespodri
αμβλύνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
досадна, здодевен, тапа, тупи, тап
αμβλύνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plictisitor, plicticos, mat, monoton, tocit
αμβλύνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dolgočasno, dolgočasne, dolgočasna, pusta, mat
αμβλύνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
matný, matné
Τυχαίες λέξεις