Заклевывать στα ελληνικά
Μετάφραση: заклевывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρήμαγμα, χαλώ, ραμφίζω, χαντακώνω, zaklevyvat
Μεταφράσεις
- галерея στα ελληνικά - κείμενο, πινακοθήκη, διάβαση, θεωρείο, στοά, γκάλερι, γκαλερί
- гидросфера στα ελληνικά - υδροσφαίρα, υδατόσφαιρα, υδρόσφαιρα, υδρόσφαιρας, η υδρόσφαιρα
- голландский στα ελληνικά - Ολλανδός, ολλανδική, Ολλανδικά, ολλανδικές, ολλανδικό
- демагог στα ελληνικά - δημαγωγός, δημαγωγού, δημαγωγό, του δημαγωγού
Τυχαίες λέξεις
Заклевывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρήμαγμα, χαλώ, ραμφίζω, χαντακώνω, zaklevyvat
Μεταφράσεις: ρήμαγμα, χαλώ, ραμφίζω, χαντακώνω, zaklevyvat