Λέξη: αποδεκτός
Σχετικές λέξεις: αποδεκτός
αποδεκτός αγγλικα, αποδεκτός συνώνυμο
Συνώνυμα: αποδεκτός
επιτρεπτός, παράδεκτος, δεκτός, εισπρακτέος
Μεταφράσεις: αποδεκτός
αποδεκτός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
admissible, acceptable, accepted, unacceptable, acceptable to
αποδεκτός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
admisible, aceptable, admisibles, admisibilidad, trámite, a trámite
αποδεκτός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
akzeptabel, annehmbar, zulässig, tragfähig, annehmbare, zulässigen, zulässige, für zulässig
αποδεκτός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
potable, plausible, admissible, licite, acceptable, permis, recevable, recevables, admissibles, recevabilité
αποδεκτός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accettabile, ammissibile, ricevibile, ricevibili, ammissibili, ricevibilità
αποδεκτός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aceitável, admissível, admissíveis, admissibilidade
αποδεκτός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanvaardbaar, aannemelijk, geldig, acceptabel, toelaatbaar, ontvankelijk, ontvankelijk is, toelaatbare, ontvankelijk te
αποδεκτός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приемлемый, приятный, желанный, годный, допустимый, допустимая, допустимым, допустимой, допустимо
αποδεκτός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tillatelig, atte, tillatte, tillates, prøves
αποδεκτός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillåtlig, tas upp till sakprövning, tas upp till prövning, upp till sakprövning, sakprövning
αποδεκτός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
otollinen, sallittava, hyväksyttävä, kelvollinen, suotava, hyväksytty, tutkittavaksi, ottaa tutkittavaksi, otettava tutkittavaksi, otettiin
αποδεκτός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
realitetsbehandling, antages til realitetsbehandling, til realitetsbehandling, antages
αποδεκτός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
povolený, přípustný, dovolený, přijatelný, přípustná, přípustné, přípustnou, za přípustnou
αποδεκτός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dopuszczalny, akceptowalny, możliwy, dopuszczalną, dopuszczalne, za dopuszczalną, dopuszczalna
αποδεκτός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alkalmazható, felfogadható, beválasztható, elfogadható, elfogadhatónak, fogadható, fogadható el
αποδεκτός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kabul edilebilir, kabul, kabuledilebilir, admissible, kabul edilebilir bir
αποδεκτός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жаданий, прийнятний, приємний, припустимий, бажаний, допустимий, допустима, допустиму
αποδεκτός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pranueshëm, pranueshme, e pranueshme, të pranueshme, pranueshëm
αποδεκτός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
допустим, допустима, за допустима, допустимо, допустими
αποδεκτός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дапушчальны, дапушчальная, дапушчальную
αποδεκτός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lubatav, mööndav, vastuvõetav, vastuvõetavaks, lubatud, vastuvõetavad
αποδεκτός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prihvatljiv, prihvatljivost, prihvatljivosti, dozvoljen, dopustiv, dopustivi, dopuštenim, dopušten, dopuštena
αποδεκτός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðgengilegur, tæka, tæk, tækt til meðferðar, réttmæt, tækt
αποδεκτός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priimtinas, priimtinu, priimtina, priimtini
αποδεκτός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieļaujams, pieņemams, pieņemamu, par pieņemamu, pieņemama
αποδεκτός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
допуштена, допуштени, прифатлив, прифатливи
αποδεκτός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acceptabil, admisibil, admisibilă, admisibile, admisă, admise
αποδεκτός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dopustna, dopustno, dopusten, dopustni, dopustne
αποδεκτός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prípustná, povolená, prípustné, povolené, prípustný
Τυχαίες λέξεις