Λέξη: σημαδούρα

Σχετικές λέξεις: σημαδούρα

σημαδούρα αγκυροβολιου, σημαδούρα δυτη, σημαδούρα ψαροντουφεκο, σημαδούρα στίχοι, σημαδούρα english, σημαδούρα ψαροντουφεκου, σημαδούρα genius, σημαδούρα ομερ, σημαδούρα ψαροντουφεκο τιμες, σημαδούρα baywatch

Συνώνυμα: σημαδούρα

σημαντήρ

Μεταφράσεις: σημαδούρα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
buoy, the buoy, a buoy, buoy is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
boya, baliza, boya de, la boya, boyas, buoy
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
boje, Boje, buoy, Bojen, Reifen, Tonne
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
balisez, balisent, balisons, balise, bouée, baliser, la bouée, bouées, bouée de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gavitello, boa, boa di, buoy, salvagente, boe
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bóia, bóia de, buoy, b�a, bóias
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ton, boei, baken, buoy, reddingsboei, boeien
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
веха, бакен, буй, буек, буя, буев, буйковый
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bøye, bøyen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
boj, bojen, vakare, pricken
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poiju, merimerkki, buoy, poijun, poijuun, viitan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bøje, bøjen, fortøjningsbøje, afmærkningsbøjen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bóje, bóji, buoy, bójí, bójka
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
boja, pława, podtrzymać, trzymać, buoy, boi, pławy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bója, úszószál, bóját, buoy, bójával
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şamandıra, buoy, şamandırası, simitleri, şamandıranın
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
буй, бакен, детальніше Буй
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vozë mbi ujë, mbaj mbi ujë, shënoj me pluskuese, të mbaj mbi ujë, e mbaj mbi ujë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шамандура, буй, шамандурата, на поплавъка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
буй
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
poi, ohutus tooted, vesi ohutus tooted, poi on, tooder
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bova, bovu, plovak, plutača, plutače, bove, plutaču
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bauja, dufl, Duflið, bauja sem, bauju
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plūdė, plūduras, plūduro, buja, palaikyti paviršiuje, bakenas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
boja, bojas, stoderi, boju, bojai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шамандура, пливка
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
geamandură, geamandura, colac, colac de, buoy
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bóje, boje, boja, boji, buoy, bojo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bóje, bója, bójí, koncovú
Τυχαίες λέξεις