Заклеймить στα ελληνικά
Μετάφραση: заклеймить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στιγματίζω, σφραγίδα, μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, σήματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- верность στα ελληνικά - προσήλωση, πίστη, προσκόλληση, πιστότητα, αφιέρωση, υπακοή, δέσμευση, ...
- вольноотпущенный στα ελληνικά - απελεύθεροι, απελεύθερους, οι απελεύθεροι, απελεύθερων, απελευθέρων
- горностай στα ελληνικά - ερμίνα, ερμίνας, ερμελίνειος, ερμίνα γούνα, ικτίς
- дурной στα ελληνικά - κουτός, κακός, άτακτος, άμυαλος, χαζός, μουχρός, πληκτικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Заклеймить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στιγματίζω, σφραγίδα, μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, σήματος
Μεταφράσεις: στιγματίζω, σφραγίδα, μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, σήματος