Закреплять στα ελληνικά

Μετάφραση: закреплять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλάτη, εδραιώνω, ασφαλής, φτιάχνω, ασφαλίζω, διαβεβαιώνω, ενισχύω, διασφαλίζω, υποστηρίζω, επιβεβαιώνω, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten
Закреплять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безрезультатный στα ελληνικά - εγωκεντρικός, στείρος, μάταιος, ξιπασμένος, ματαιόδοξος, άγονος, άκαρπος, ...
  • ввек στα ελληνικά - ποτέ, vvek
  • водружать στα ελληνικά - αναστηλώνω, ανατρέφω, ανεγείρω, ορθώνω, σηκώνω, υψώνω, συσκευασμένα, ...
  • елец στα ελληνικά - λευκίσκος, Dace, Το Dace, του Dace
Τυχαίες λέξεις
Закреплять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλάτη, εδραιώνω, ασφαλής, φτιάχνω, ασφαλίζω, διαβεβαιώνω, ενισχύω, διασφαλίζω, υποστηρίζω, επιβεβαιώνω, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten