Λέξη: εξορκίζω

Σχετικές λέξεις: εξορκίζω

εξορκίζω σημασια, ξορκίζω σημασια, εξορκίζω συνωνυμο

Συνώνυμα: εξορκίζω

εκλιπαρώ, ορκίζω

Μεταφράσεις: εξορκίζω

εξορκίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conjure, exorcise, entreat, exorcize, adjure, beseech

εξορκίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conjurar, exorcizar, demandar, exorcizar a, exorcizarlo, de exorcizar

εξορκίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
exorzieren, austreiben, bannen, auszutreiben, beschwören

εξορκίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adjurer, conjurer, conjurez, conjurent, réquisition, conjurons, charmer, exorciser, d'exorciser, l'exorciser, exorciser la

εξορκίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esorcizzare, esorcizzarla, di esorcizzare, esorcizzare la, esorcizzare i

εξορκίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escamotear, exorcizar, exorcizá, exorcize, exorciza, exorcizar a

εξορκίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezweren, uitdrijven, uitbannen, te bezweren, moet uitdrijven

εξορκίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вызывать, заклинать, упрашивать, упросить, умолить, умолять, освободить, молить, умалчивать, изгнать, изгонять

εξορκίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bønnfalle, trylle, exorcize

εξορκίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
driva ut

εξορκίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyytää, vedota, loihtia, rukoilla, anoa, manata, manata pois, ajaa ulos

εξορκίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
exorcize

εξορκίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zapřísahat, zaklínat, zažehnávat, vymýtat ďábla

εξορκίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaczarować, zaklinać, błagać, wybłagać, robić, czarować, egzorcyzmować, wyczarować, prosić, exorcize

εξορκίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ördögöt űz, szellemet idéz, kifüstöl, ördögöt kiűz

εξορκίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cin çıkarmak, exorcize, cinlerden kurtarmak, dua ile defetmek

εξορκίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викликати, благайте, благати, витяг, заклинати, заприсягав, закликати, заклясти

εξορκίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
largoj një shpirt të keq, çliroj nga shpirt i keq

εξορκίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
освободиха, прогонвам, прогони, заклинам, освобождавам от зли духове

εξορκίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заклінаць

εξορκίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõiduma, anuma, vannutama, paluma, manama, Manata välja, kurja vaimu välja ajama, Manata

εξορκίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaklinjati, preklinjati, istjerati, otjerati

εξορκίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
exorcize

εξορκίζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
oro, precor

εξορκίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užkalbėti, atsikratyti, Apvārdot, Atleidžiami, išvaryti piktąsias dvasias

εξορκίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apvārdot

εξορκίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
exorcize

εξορκίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
exorciza, exorcizam, exorcizăm, exorcizeze, exorcizează

εξορκίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
exorcize

εξορκίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vymytie, vymytá, vymyť, vymytý, vymytí
Τυχαίες λέξεις