Замедленный στα ελληνικά

Μετάφραση: замедленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βραδύς, αργοκίνητος, χαλαρός, μπόσικος, λάσκος, καθυστέρηση, καθυστερήσει, καθυστέρησε, καθυστερημένη, καθυστερεί
Замедленный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • амёба στα ελληνικά - αμοιβάδα, αμοιβάδες, amoeba, αμοιβάδας, η αμοιβάδα
  • бороздчатый στα ελληνικά - furrowed, αυλάκια, αυλακωμένο, αυλακώνονται, με αυλάκια
  • витиеватый στα ελληνικά - λουλουδένιος, έξοχος, εξεζητημένος, ωραίος, στολισμένος, περίτεχνα, περίτεχνο, ...
  • вызреть στα ελληνικά - μεστώνω, ωριμάζω, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
Τυχαίες λέξεις
Замедленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βραδύς, αργοκίνητος, χαλαρός, μπόσικος, λάσκος, καθυστέρηση, καθυστερήσει, καθυστέρησε, καθυστερημένη, καθυστερεί