Λέξη: πληθυσμός

Σχετικές λέξεις: πληθυσμός

πληθυσμός αθήνας, πληθυσμός ουκρανίας, πληθυσμός αθήνας 2013, πληθυσμός ιωαννίνων, πληθυσμός θεσσαλονίκης, πληθυσμός κινας, πληθυσμός αμερικής, πληθυσμός αττικής, πληθυσμός ελλάδας, πληθυσμός γης

Μεταφράσεις: πληθυσμός

πληθυσμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
population, population of, population is, the population, populations

πληθυσμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
población, la población, población de, de población, de la población

πληθυσμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grundgesamtheit, bevölkerung, population, fortpflanzungsgemeinschaft, Bevölkerung, Population, Bevölkerungs, Einwohnern

πληθυσμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
peuplement, population, la population, population ayant, populations, démographique

πληθυσμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
popolazione, frazione, della popolazione, la popolazione, popolazione di

πληθυσμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
povoar, população, populacional, da população, população de, populações

πληθυσμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zielental, bevolking, populatie, de bevolking, inwoners, bevolking van

πληθυσμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заселение, все, население, народонаселение, житель, населенность, населения, популяция, численность населения, популяции

πληθυσμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
befolkning, befolkningen, populasjonen, befolknings

πληθυσμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
folkmängd, population, befolkning, populationen, befolkningen, befolknings

πληθυσμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asujaimisto, ihmisryhmä, väestö, asukasluku, väestön, väestöstä, väestöä, väestölle

πληθυσμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
befolkning, population, befolkningen, befolkningens, populationen

πληθυσμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obyvatelstvo, lidnatost, populace, obyvatel, obyvatelstva, počet obyvatel

πληθυσμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaludnianie, pogłowie, ludność, zaludnienie, populacja, ludności, populacji

πληθυσμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
népesség, lakosság, populáció, lakosságának, lakossága

πληθυσμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nüfus, nüfusu, nüfusun, nüfusunun, popülasyon

πληθυσμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заселення, населення

πληθυσμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
popullatë, popullsi, popullsia, popullata, popullsia e

πληθυσμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
население, населението, жители, популация, на населението

πληθυσμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
насельніцтва

πληθυσμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahvastik, populatsioon, elanikkond, elanikkonna, elanikkonnast

πληθυσμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
populacijska, pučanstvo, populacija, populaciji, stanovništvo, stanovništva, stanovnika, populacije

πληθυσμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
íbúar, fólksfjöldi, íbúa, Íbúum, þýði, íbúafjöldi

πληθυσμός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
frequentia

πληθυσμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
populiacija, gyventojai, Gyventojų, Gyventojų skaičius, populiacijos

πληθυσμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iedzīvotāji, iedzīvotāju, populācija, iedzīvotāju skaits, iedzīvotājiem

πληθυσμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
население, населението, популација, на населението, популацијата

πληθυσμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
populaţie, populație, populației, populația, populatie, populatiei

πληθυσμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prebivalstvo, prebivalstva, populacija, prebivalcev, populacije

πληθυσμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
populácie, populácia, obyvateľstva, zásoby, zásob

Στατιστικά δημοτικότητας: πληθυσμός

Τυχαίες λέξεις