Запасной στα ελληνικά
Μετάφραση: запасной, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαρίζω, περισσεύω, αναπληρωματικός, περισσευούμενος, βοηθητικός, κρατημένος, υποκαθιστώ, αναπληρώνω, επιφυλακτικός, απόθεμα, εφεδρεία, αποθεματικό, αποθεματικού, αποθεματικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- белоруска στα ελληνικά - Λευκορωσικά, Λευκορωσίας, λευκορωσικές, της Λευκορωσίας, λευκορωσική
- верх στα ελληνικά - ηγούμαι, τελειοποίηση, κορυφή, κεφάλι, ύψος, πίλος, κουκούλα, ...
- вкрапленность στα ελληνικά - γονιμοποίηση, εμπότιση, εμποτισμού, εμποτισμό, εμποτισμός
- драгер στα ελληνικά - βυθοκόρος, βυθοκόρου, βυθοκόρο, αυτόνομη βυθοκόρος, Κουκκιστήρι
Τυχαίες λέξεις
Запасной στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαρίζω, περισσεύω, αναπληρωματικός, περισσευούμενος, βοηθητικός, κρατημένος, υποκαθιστώ, αναπληρώνω, επιφυλακτικός, απόθεμα, εφεδρεία, αποθεματικό, αποθεματικού, αποθεματικών
Μεταφράσεις: χαρίζω, περισσεύω, αναπληρωματικός, περισσευούμενος, βοηθητικός, κρατημένος, υποκαθιστώ, αναπληρώνω, επιφυλακτικός, απόθεμα, εφεδρεία, αποθεματικό, αποθεματικού, αποθεματικών