Λέξη: ιατρικός

Σχετικές λέξεις: ιατρικός

ιατρικός επισκέπτης, ιατρικός σύλλογος σερρών, ιατρικός σύλλογος πατρών, ιατρικός σύλλογος ηρακλείου, ιατρικός τουρισμός, ιατρικός σύλλογος λάρισας, ιατρικός σύλλογος θεσσαλονίκης, ιατρικός σύλλογος χανίων, ιατρικός σύλλογος πειραιά, ιατρικός σύλλογος αθηνών, ιατρικός σύλλογος, πανελλήνιος ιατρικός σύλλογος

Συνώνυμα: ιατρικός

υγειονομικός, ιαματικός, θεραπευτικός

Μεταφράσεις: ιατρικός

ιατρικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
medical, medicinal, the Medical, medical and surgical, medical and

ιατρικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
médico, médica, médicos, medicina, médicas

ιατρικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
medizinisch, medizinische, medizinischen, Medizin, medizinischer

ιατρικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
médical, thérapeutique, médicale, médicaux, médicales, médecin

ιατρικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
medico, medica, mediche, medici, medicali

ιατρικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intervir, mediar, médico, médica, médicos, medicina, médicas

ιατρικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geneeskundig, medisch, helend, medicinaal, medische, de medische, arts, van medische

ιατρικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
санитарный, врачебный, медицинский, медосмотр, студент-медик, медицинская, медицинское, медицинской, медицинского

ιατρικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
medisinsk, medisinske, lege

ιατρικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medicinsk, medicinska, medicinskt, läkare, läkar

ιατρικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lääketieteellinen, lääketieteen, lääkärin, lääketieteellisen, lääketieteellistä

ιατρικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
medicinsk, medicinske, lægelig, læge, lægelige

ιατρικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
léčebný, lékařský, zdravotní, lékařské, lékařská, lékařskou

ιατρικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
medyk, leczniczy, lekarski, medyczny, lekarz, medyczne, medycznych

ιατρικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egészségügyi, belgyógyászati, orvostanhallgató, medikus, orvostudományi, orvosi, gyógyászati, orvostechnikai, az orvosi

ιατρικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tıbbi, Medical, Medikal, tıp, sağlık

ιατρικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виліковна, медична, медичний, медичні, медичну, телефонна медична

ιατρικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjekësor, mjekësore, Medical, mjekësore të, shëndetësor

ιατρικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
медицински, медицинска, медицинско, лекарско, медицинската

ιατρικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
медыцынская, мэдычная

ιατρικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arstlik, meditsiiniline, meditsiini-, meditsiinilise, meditsiini, meditsiiniliste

ιατρικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
liječnički, medicinska, liječnička, ljekarski, medicinski, medicinske, medicinsko, medicinskih

ιατρικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
læknis, læknisfræði, Læknisaðstoð, læknisfræðileg, læknisfræðilega

ιατρικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
medicinos, medicininė, sveikatos, medicininės, medicininis

ιατρικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
medicīnisks, ārsta, medicīnas, medicīniskā, medicīnisko

ιατρικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
медицински, медицинска, медицинската, медицинскиот, медицинските

ιατρικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
medical, medicale, medicală, medicala, medicină

ιατρικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
medicinski, medicinske, medicinska, medicinskih, zdravstvena

ιατρικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lekársky

Στατιστικά δημοτικότητας: ιατρικός

Τυχαίες λέξεις