Βοηθητικός στα ρωσικά

Μετάφραση: βοηθητικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вспомогательный, добавочный, подсобный, помощник, запасной, вспомогательного, вспомогательное, вспомогательная, вспомогательные
Βοηθητικός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοηθητικός

βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός στο στρατό, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικόσ χώροσ, βοηθητικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, βοηθητικός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • βοήθεια στα ρωσικά - помочь, прокормить, подтверждение, штатив, иждивение, помогать, подпора, ...
  • βοήθημα στα ρωσικά - помощник, помощь, помочь, пособлять, забота, пособие, выручка, ...
  • βοηθός στα ρωσικά - помочь, выручка, подсоблять, вызволить, подсаживать, услужить, заместитель, ...
  • βοηθώ στα ρωσικά - посодействовать, помогать, ассистировать, способствовать, помочь, выручка, забота, ...
Τυχαίες λέξεις
Βοηθητικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: вспомогательный, добавочный, подсобный, помощник, запасной, вспомогательного, вспомогательное, вспомогательная, вспомогательные