Запихивать στα ελληνικά
Μετάφραση: запихивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπήγω, πυγμαχώ, κάσα, κουτί, ώθηση, χωμένος, box, κιβώτιο, η θέση, τετραγωνίδιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесшабашный στα ελληνικά - απεγνωσμένος, ατάσθαλος, παράτολμος, απρόσεκτος, απερίσκεπτος, απελπισμένος, ριψοκίνδυνος, ...
- волевой στα ελληνικά - βουλητικός, ισχυρογνώμον, ισχυρογνώμοντα, ισχυρογνώμων, ισχυρογνώμονες
- выкручивать στα ελληνικά - καμπή, πλοκή, στραμπουλίζω, στροφή, στύβω, συστροφή, στρίψιμο, ...
- дожариваться στα ελληνικά - καβουρντίζω, τηγανίζω, μαρίδα, dozharivatsya
Τυχαίες λέξεις
Запихивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπήγω, πυγμαχώ, κάσα, κουτί, ώθηση, χωμένος, box, κιβώτιο, η θέση, τετραγωνίδιο
Μεταφράσεις: μπήγω, πυγμαχώ, κάσα, κουτί, ώθηση, χωμένος, box, κιβώτιο, η θέση, τετραγωνίδιο