Λέξη: θαλάσσιος
Σχετικές λέξεις: θαλάσσιος
θαλάσσιος ελέφαντας, θαλάσσιος γενειοφόρος δράκος, θαλάσσιος τουρισμός, θαλάσσιος κόσμος, θαλάσσιος κόσμος αμπελόκηποι, θαλάσσιος κόσμος βύρωνας, θαλάσσιος κροκόδειλος, θαλάσσιος βιολόγος, θαλάσσιος ίππος, θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός
Συνώνυμα: θαλάσσιος
παραθαλάσσιος, ναυτικός
Μεταφράσεις: θαλάσσιος
θαλάσσιος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
marine, maritime, sea, a marine
θαλάσσιος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
marino, marítimo, marítima, marítimos, marítimas
θαλάσσιος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
See-, maritim, maritimen, maritime
θαλάσσιος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
marin, marine, marinier, naval, flotte, maritime, maritimes, mer, maritime de
θαλάσσιος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
marino, marittimo, marittima, marittimi, marittime, maritime
θαλάσσιος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
marítimo, marítima, marítimos, marítimas, transporte marítimo
θαλάσσιος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
maritiem, Maritime, maritieme, de maritieme, over zee
θαλάσσιος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
морской, флот, морского, морская, морские, морских
θαλάσσιος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
maritim, maritime, maritimt
θαλάσσιος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
marin, havs, maritima, sjöfarts, sjöss, maritim
θαλάσσιος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
meri-, merimaisema, merenkulun, meriliikenteen, merenkulkualan
θαλάσσιος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
maritim, maritime, søs, til søs, søtransport
θαλάσσιος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
loďstvo, námořnictví, námořnictvo, námořní, lodní, námořník, mořský, Maritime, pro námořní, námořních, námořního
θαλάσσιος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
marynarski, marynarz, flota, marynarka, marynistyka, morski, marynistyczny, morskiego, morska, morskiej, morskie
θαλάσσιος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tengerész, tengerészgyalogos, tengerészet, tengeri, a tengeri, tengerészeti, tengerpolitika
θαλάσσιος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deniz, Maritime, denizcilik, denizyolu
θαλάσσιος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
маринади, морський, морської, морській, морською, морського
θαλάσσιος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
detar, Detare, Marinë, Maritime, detare të
θαλάσσιος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
морски, морския, морската, морска, морско
θαλάσσιος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
марскі, марской
θαλάσσιος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mereväelane, mere-, merenduse, veeteede, merenduspoliitika, meretranspordi
θαλάσσιος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mornar, pomorski, morski, mornarički, mornarica, Maritime, pomorsko, pomorska, pomorskog
θαλάσσιος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjó, Maritime, á sjó, Siglingastofnun, siglingum
θαλάσσιος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jūrų, Maritime, laivybos, jūros, jūra
θαλάσσιος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jūras, jūrniecības, Maritime, kuģošanas, jūras satiksmes
θαλάσσιος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поморска, поморски, поморскиот, поморската, морска
θαλάσσιος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
maritim, marin, maritimă, maritime
θαλάσσιος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pomorski, pomorska, pomorsko, pomorske, pomorskega
θαλάσσιος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
morská, loďstvo, lodní, námornej, námorné, námornú, námorná, námorných