Засовывать στα ελληνικά
Μετάφραση: засовывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χώνω, πιέτα, χωμένος, μπήγω, ώθηση, πτυχή, πτύσσω, ώσης, ώση, ώθησης, ωθήσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиапушка στα ελληνικά - κανόνια, πυροβόλα, τα κανόνια, κανονιών
- австралиец στα ελληνικά - Αυστραλός, Αυστραλίας, της Αυστραλίας, αυστραλιανή, αυστραλιανό
- вопиющий στα ελληνικά - θλιβερός, κλάψιμο, αισχρός, ολοφάνερος, χονδροειδής, πρόστυχος, ακαθάριστος, ...
- жвало στα ελληνικά - γνάθοι, γνάθους, σιαγόνες, σαγόνια, κάτω γνάθους
Τυχαίες λέξεις
Засовывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χώνω, πιέτα, χωμένος, μπήγω, ώθηση, πτυχή, πτύσσω, ώσης, ώση, ώθησης, ωθήσεως
Μεταφράσεις: χώνω, πιέτα, χωμένος, μπήγω, ώθηση, πτυχή, πτύσσω, ώσης, ώση, ώθησης, ωθήσεως