Затворять στα ελληνικά
Μετάφραση: затворять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνιγηρός, κολλητός, κοντά, αποπνιχτικός, κλείσει, έκλεισε, κλείσιμο, κλείστε, κλείσουν
Μεταφράσεις
- антагонизм στα ελληνικά - ανταγωνισμός, εχθρότητα, ανταγωνισμό, ανταγωνισμού, ο ανταγωνισμός, τον ανταγωνισμό
- выстегать στα ελληνικά - μαστιγώνω, πάπλωμα, και πάπλωμα, εφάπτωμα, κάνω εφάπλωμα, συρράπτω
- грохочущий στα ελληνικά - γοργός, κροταλίζων, κροτάλισμα, κροταλίζει, κουδουνίζουν
- забудьте στα ελληνικά - ξεχνώ, θυμάμαι, Θυμηθείτε, θυμάστε, Να θυμάστε, θυμάσαι
Τυχαίες λέξεις
Затворять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνιγηρός, κολλητός, κοντά, αποπνιχτικός, κλείσει, έκλεισε, κλείσιμο, κλείστε, κλείσουν
Μεταφράσεις: πνιγηρός, κολλητός, κοντά, αποπνιχτικός, κλείσει, έκλεισε, κλείσιμο, κλείστε, κλείσουν