Λέξη: πριμοδότηση
Σχετικές λέξεις: πριμοδότηση
πριμοδότηση αθλητών, πριμοδότηση πρώτου κόμματος
Μεταφράσεις: πριμοδότηση
πριμοδότηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bounty, premium, bonus, premiums, a premium, the premium
πριμοδότηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
premio, liberalidad, prima, premium, prima de, la prima, primas
πριμοδότηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freigebigkeit, fangprämie, freigiebigkeit, prämie, kopfgeld, Prämie, Premium, Prämien
πριμοδότηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
munificence, générosité, don, prix, offrande, magnificence, largesse, cadeau, libéralité, prime, premium, primes, la prime, cotisation
πριμοδότηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
premio, Premium, premi, premio di, qualità
πριμοδότηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prémios, prêmio, prémio, premium, prémio de, superior
πριμοδότηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
premie, toeslag, premium, premiumkanalen
πριμοδότηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
щедрость, субсидия, премия, Премиум, премии
πριμοδότηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
premie, premium, førsteklasses, toppkvalitets
πριμοδότηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
premie, premium, bidraget, premien
πριμοδότηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vakuutusmaksu, runsaus, palkkio, palkkion, Ensiluokkaiset, Premium
πριμοδότηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
præmie, Premium, præmien, praemie
πριμοδότηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odměna, dar, štědrost, prémie, pojistné, prémii, premium, pojistného
πριμοδότηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szczodrość, laska, premia, dar, hojność, ubezpieczenie, premium, Luksus, premii
πριμοδότηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pénzjutalom, államsegély, pénzadomány, prémium, díj, jövedelemtámogatás, felár, premium
πριμοδότηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
prim, premium, kaliteli, primi, birinci sınıf
πριμοδότηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щедрість, обдаровувати, премія, премію, премия
πριμοδότηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çmim, prim, premium, primit, primi, primit të
πριμοδότηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
премия, премиен, премиум, премия за, премията
πριμοδότηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прэмія
πριμοδότηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
heldekäelisus, and, pearaha, preemia, esmaklassiline, lisatasu, premium, kvaliteetsete
πριμοδότηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
darežljivost, dobrota, premija, Premium, premije, vrhunska, premijskim
πριμοδότηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aukagjald, iðgjald, hágæða, gæðaflokki, í gæðaflokki
πριμοδότηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
premija, priemoka, priemokos, aukščiausios kokybės, priemoką
πριμοδότηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piemaksa, prēmija, piemaksu, piemaksas, prēmiju
πριμοδότηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
премија, премијата, премиум, Premium, врвен
πριμοδότηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
premiu, Premium, primă, prime, primei
πριμοδότηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
premium, premija, premije, premija za, premijo
πριμοδότηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úroda, poistné, poistnej, poistného, poistných, poistenia
Τυχαίες λέξεις