Λέξη: μουσκέτο
Συνώνυμα: μουσκέτο
τουφέκι
Μεταφράσεις: μουσκέτο
μουσκέτο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
musket
μουσκέτο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mosquete, fusil, de mosquete, mosquetes, musket
μουσκέτο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
muskete, flinte, Muskete, Gewehr, Flinte, Flinten, musket
μουσκέτο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mousquet, fusil, de mousquet, de fusil, mousquets
μουσκέτο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
moschetto, fucile, di moschetto, musket, moschetti
μουσκέτο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mosquete, musket, espingarda, de mosquete, mosquetes
μουσκέτο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
musket, geweer, musket leek, musketkogel, musketten
μουσκέτο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мушкет, мушкета, мушкетный, мушкетная
μουσκέτο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
muskett, Musket, av Musket, anmeldelser av Musket, musketten
μουσκέτο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
musköt, musköten, musket, gevär, musköter
μουσκέτο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
musketti, Musket
μουσκέτο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
musket, af Musket, gevær, musketten, musketter
μουσκέτο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mušketa, muškety, mušketu
μουσκέτο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
muszkiet, karabin, Musket, muszkietu, z muszkietu
μουσκέτο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
muskéta, puska, muskétát, muskétáját, karabély
μουσκέτο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
misket tüfeği, tüfek, musket, tüfekli, tüfeğini
μουσκέτο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хохуля, ондатра, мушкет, мушкета
μουσκέτο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mushqetë
μουσκέτο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мускет, пушка, пушката, мускети, мускета
μουσκέτο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мушкет, з мушкетам, мушкетам
μουσκέτο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
musket, musketi, Musketti
μουσκέτο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mušketa, puška
μουσκέτο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Musket
μουσκέτο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
muškieta, Flinta, Muskete
μουσκέτο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
muskete, šauteni, šauteni vēl
μουσκέτο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мускет
μουσκέτο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
muschetă, pușca, muscheta, de muschetă, musket
μουσκέτο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mušketa, mušketo, puško, muškete
μουσκέτο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mušketa
Τυχαίες λέξεις