Заточать στα ελληνικά
Μετάφραση: заточать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστέλλω, φυλακίζω, περιορίζω, περιορίσει, περιορίζεται, περιοριστώ, περιορίζουν, περιοριστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барокко στα ελληνικά - μπαρόκ, Baroque, το μπαρόκ, μπαρόκ Της, του Μπαρόκ
- броненосный στα ελληνικά - θωρακισμένος, θωρακισμένα, θωρακισμένο, τεθωρακισμένα, θωρακισμένων
- буржуй στα ελληνικά - αστός, Bourgeois, Η αστική, Μπουρζουά, αστικός
- глагольный στα ελληνικά - φραστικός, λεκτική, λεκτικές, προφορική, λεκτικό, λεκτικής
Τυχαίες λέξεις
Заточать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστέλλω, φυλακίζω, περιορίζω, περιορίσει, περιορίζεται, περιοριστώ, περιορίζουν, περιοριστεί
Μεταφράσεις: περιστέλλω, φυλακίζω, περιορίζω, περιορίσει, περιορίζεται, περιοριστώ, περιορίζουν, περιοριστεί