Λέξη: ραδίκι

Σχετικές λέξεις: ραδίκι

ραδίκι στα αγγλικα, ραδίκι αγγλικά, ραδίκι wiki, ραδίκι wikipedia, ραδίκι καλλιέργεια, ραδίκι και τσουκνίδα με επίσημη άδεια στα φαρμακεία, ραδίκι άγριο, ραδίκι σπορά, ραδίκι μετάφραση, ραδίκι και τσουκνίδα από το φαρμακείο

Συνώνυμα: ραδίκι

πικραλίδα, κιχώρι, αντίδι, κιχώριο

Μεταφράσεις: ραδίκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chicory, dandelion, succoury, succory, radish
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chicoria, achicoria, la achicoria, de achicoria, achicoria de, endibias
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
chicorée, wegwarte, chicoree, Chicoree, Zichorie, Zichorien, Chicorée
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chicorée, endive, la chicorée, de chicorée, chicorées, endives
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cicoria, radicchio, di cicoria, la cicoria, cicorie
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chicória, de chicória, chicórias, da chicória, a chicória
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lof, cichorei, witlof, witloof, van cichorei
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
цикорий, цикория, цикорием, цикори, из цикория
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sikori, endivie, sikorirøtter, chicory, sikorisalat
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
cikoria, cikoriarot, cikoriasallat
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sikuri, juurisikurin, juurisikuri, sikuriuutteista, sikurit elävinä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
cikorie, julesalat
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cikorka, čekanka, čekanky, čekanku, ćekanka
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cykoria, cykorii, chicory, z cykorii
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cikória, a cikória, cikóriát, cikóriatermelők, cikóriára
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hindiba, chicory, radika, şikori, hindiba iyi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цикорій, цикорий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çikore, çikore e, çikoret, prej çikore
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цикория, цикорията, от цикория
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цыкорый, цыкорыя, цыкорыю
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
endiivia, sigur, siguri, sigurist, siguritaimed, sigurisordi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cikorija, vodopija, radič, cikorije, vodopije, chicory
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
síkóríurætur, kaffifífill
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pancratium
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
cikorija, trūkažolės, cikorijos, cikorijų, trūkažolė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cigoriņi, cigoriņu, cigoriņiem, cigoriņus, cigoriņu audzētājiem
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цикорија, цикории, витлуф
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cicoare, de cicoare, cicoarea, cicorii, cicoarei
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cikorija, radič, cikorije, cikorijo, cikorija v
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čakanka, cigória, cigorka
Τυχαίες λέξεις