Φυλακίζω στα ρωσικά

Μετάφραση: φυλακίζω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
арестовать, заточать, интерн, стажер, стажером, стажировку, стажера
Φυλακίζω στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φυλακίζω

φυλακίζω αγγλικα, φυλακίζω συνωνυμα, φυλακίζω λεξικό γλώσσας ρωσικά, φυλακίζω στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • φυλή στα ρωσικά - клан, компания, племя, триба, гонка, гонки, раса, ...
  • φυλακή στα ρωσικά - острог, тюрьма, кутузка, тюрьмы, тюрьме, тюремный, тюрьмой
  • φυλακισμένος στα ρωσικά - арестант, арестантка, пленник, узник, зэк, подсудимый, арестованный, ...
  • φυλαχτό στα ρωσικά - амулет, талисман, ладанка, талисманом, Talisman, талисмана
Τυχαίες λέξεις
Φυλακίζω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: арестовать, заточать, интерн, стажер, стажером, стажировку, стажера