Зашипеть στα ελληνικά
Μετάφραση: зашипеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχίζω, σφύριγμα, συριγμό, hiss, συριγμού, τσιτσιρίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вкоренить στα ελληνικά - να ενσταλάξει, να εμφυσήσει, ώστε να εμβολιαστεί, στην εμφύσηση
- всецело στα ελληνικά - εντελώς, πλήρως, αρκετά, όλες, όλα, απολύτως, σωματικά, ...
- гомологический στα ελληνικά - ομόλογος, ομόλογο, ομόλογες, ομόλογη, ομόλογου
- догадываться στα ελληνικά - φαντάζομαι, εικασία, μαντεύω, καταλαβαίνω, κατανοώ, υποθέτω, μαντέψει, ...
Τυχαίες λέξεις
Зашипеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχίζω, σφύριγμα, συριγμό, hiss, συριγμού, τσιτσιρίζω
Μεταφράσεις: αρχίζω, σφύριγμα, συριγμό, hiss, συριγμού, τσιτσιρίζω