Λέξη: κριτήριο
Σχετικές λέξεις: κριτήριο
κριτήριο routh, κριτήριο παρεμβολής, κριτήριο επιλογής του κολλεγίου, κριτήριο αξιολόγησης οικογένεια, κριτήριο συνώνυμα, κριτήριο αξιολόγησης, κριτήριο kelly, κριτήριο αξιολόγησης για την τέχνη, κριτήριο ανάλογων συχνοτήτων, κριτήριο minimax
Συνώνυμα: κριτήριο
δοκιμή, εξέταση, μέσο δοκιμής, όστρακο, εξετάσεις
Μεταφράσεις: κριτήριο
κριτήριο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
criterion, test, criteria, a criterion, criterion for
κριτήριο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
criterio, criterios, criterio de, el criterio
κριτήριο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
maß, anhaltspunkt, standard, kriterium, norm, Kriterium, Kriteriums, Kriterien, Such
κριτήριο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
standard, mesure, norme, critérium, critère, critères, de critères, critère de, le critère
κριτήριο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
criterio, criteri, criterio di, scelta, il criterio
κριτήριο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
norma, padrões, critério, critérios, critério de
κριτήριο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
criterium, grootte, mate, maatstaf, normaal, norm, maatregel, maat, criteria, criterium wissen, criterium van
κριτήριο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
размер, мерило, стандарт, мера, критерий, критерием, критериев, критерия, критерию
κριτήριο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kriterium, kriteriet, kriterier
κριτήριο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kriterium, kriteriet, kriterier
κριτήριο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimenpide, normi, mitta, tunnusmerkki, malli, peruste, tahti, perusmalli, koetinkivi, kohtuus, kriteeri, kriteerejä, kriteerin, arviointiperusteen
κριτήριο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kriterium, kriteriet, kriterier, betingelse
κριτήριο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dělítko, kritérium, kritérií, kritériem, kritéria
κριτήριο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kryterium, sprawdzian, kryteriów
κριτήριο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kritérium, kritériumot, kritériumnak, feltétel, kritériuma
κριτήριο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
standart, ölçü, ölçek, kriter, kriteri, ölçüt, ölçütü, bir kriter
κριτήριο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мірило, критерій, умов
κριτήριο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kriter, kriteri, kriteri i, kriter i, kriterin
κριτήριο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стандарт, критерий, критерий за, критерии, критерия
κριτήριο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крытэр, крытэрый, умоў, ўмоў
κριτήριο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kriteerium, kriteeriumi, kriteeriumile, kriteeriumiks, kriteeriumiga
κριτήριο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obilježje, uvjet, kriterij, mjera, mjerilo, kriterija, je kriterij, kriterij za
κριτήριο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðmiðun, viðmið, þáttur, mælikvarði, viðmiðunin
κριτήριο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
standartas, kriterijus, kriterijų, kriterijaus, kriterijumi
κριτήριο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kritērijs, kritēriju, kritērijam, kritērija
κριτήριο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
критериум, критериумот, критериум за, критериуми, критериумот за
κριτήριο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
măsură, criteriu, criterii, puține criterii, criteriul, criteriu de
κριτήριο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kriterij, merilo, merila, kriteriju
κριτήριο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kritérium, kritéria, kritériá, kritériom, kritériu
Στατιστικά δημοτικότητας: κριτήριο
Τυχαίες λέξεις