Избитый στα ελληνικά
Μετάφραση: избитый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινότυπος, εξοικειωμένος, κοινός, τετριμμένος, μπαγιάτικος, ξυλοδαρμό, ξυλοκοπήθηκε, χτυπημένο, χτυπημένα, ηττηθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- архивный στα ελληνικά - αρχειακό, αρχειακές, αρχειακών, αρχειακή, αρχειακού
- бесстыдство στα ελληνικά - αναίδεια, αυθάδεια, θράσος
- грамм-молекула στα ελληνικά - τυφλοπόντικας, μόλος, mole, γραμμομόριο, γραμμομόρια, γραμμομοριακή
- женьшень στα ελληνικά - ginseng, τζίνσενγκ, το ginseng, τζινσενγκ, γκίνζενγκ
Τυχαίες λέξεις
Избитый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινότυπος, εξοικειωμένος, κοινός, τετριμμένος, μπαγιάτικος, ξυλοδαρμό, ξυλοκοπήθηκε, χτυπημένο, χτυπημένα, ηττηθεί
Μεταφράσεις: κοινότυπος, εξοικειωμένος, κοινός, τετριμμένος, μπαγιάτικος, ξυλοδαρμό, ξυλοκοπήθηκε, χτυπημένο, χτυπημένα, ηττηθεί