Τετριμμένος στα ρωσικά

Μετάφραση: τετριμμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
светский, земной, избитый, тривиальный, мирской, банальный, пошлый
Τετριμμένος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τετριμμένος

τετριμμένος λεξικο, τετριμμένος translate, τετριμμένος ετυμολογια, τετριμμένος συνώνυμο, τετριμμένος αγγλικα, τετριμμένος λεξικό γλώσσας ρωσικά, τετριμμένος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • τετραπλασιάζω στα ρωσικά - учетверить, учетверять, учетверенный, четверной, Четырехместный, Четырёхместный, четырехместные, ...
  • τετραπλός στα ρωσικά - вчетверо, четырех экземплярах
  • τεφροειδής στα ρωσικά - ясеневый, пепельный, мертвенно-бледный, tefroeidis
  • τεφρώδης στα ρωσικά - пепельный, бледный, земляной, пепельно, пепельного, пепельные, пепельная
Τυχαίες λέξεις
Τετριμμένος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: светский, земной, избитый, тривиальный, мирской, банальный, пошлый