Извлекать στα ελληνικά
Μετάφραση: извлекать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπαναχωρώ., βγάζω, επιφέρω, υπαναχωρώ, επανακτώ, προέρχομαι, εκχύλισμα, ανακτώ, αναρρώνω, αποσπώ, ξεθάβω, παράγομαι, αντλώ, ανακαλύπτω, αποσύρω, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анис στα ελληνικά - γλυκάνισο, γλυκάνισου, ανίσου, άνισου, άνισο
- впечатлительность στα ελληνικά - ευαισθησία, ευπάθεια, impressionability
- депонент στα ελληνικά - καταθέτης, καταθέτη, των καταθετών, αποταμιευτή, αποθέτης
- жалостливый στα ελληνικά - οικτρός, πονόψυχος, αξιολύπητος, σπλαχνικός, φιλεύσπλαχνος, παρηγορητικής, παρηγορητική, ...
Τυχαίες λέξεις
Извлекать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπαναχωρώ., βγάζω, επιφέρω, υπαναχωρώ, επανακτώ, προέρχομαι, εκχύλισμα, ανακτώ, αναρρώνω, αποσπώ, ξεθάβω, παράγομαι, αντλώ, ανακαλύπτω, αποσύρω, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
Μεταφράσεις: υπαναχωρώ., βγάζω, επιφέρω, υπαναχωρώ, επανακτώ, προέρχομαι, εκχύλισμα, ανακτώ, αναρρώνω, αποσπώ, ξεθάβω, παράγομαι, αντλώ, ανακαλύπτω, αποσύρω, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα