Λέξη: αναπαριστώ

Σχετικές λέξεις: αναπαριστώ

αναπαριστώ συνώνυμο, αναπαριστώ συνωνυμα, αναπαριστώ κλιση, αναπαριστώ english

Συνώνυμα: αναπαριστώ

θεσπίζω πάλι

Μεταφράσεις: αναπαριστώ

αναπαριστώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
recreate, reenact

αναπαριστώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recrear, promulgar de nuevo, recrean

αναπαριστώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nachspielen, nachzuspielen, reenact, nachstellen, inszenieren

αναπαριστώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
recréons, recréent, divertir, restaurer, distraire, dissiper, recréer, réjouir, récréer, désennuyer, recréez, reconstituer, rejouer, revivre

αναπαριστώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divertire, ricostruire, rimettere in scena, rimettere in vigore, reinterpreta, reinterpreta la

αναπαριστώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reencenar, renovar, encenar, reviver, reenact

αναπαριστώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
naspelen, reenact, herbeleven, uitbeelden, na te spelen

αναπαριστώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
освежать, воссоздать, пересоздать, развлекать, занимать, воссоздавать, пересоздавать, отдыхать, освежаться, восстанавливают

αναπαριστώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reenact, gjenspille, gjenoppleve

αναπαριστώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reenact, gestaltar

αναπαριστώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
virkistää, virvoittaa, elvyttää, viihdyttää, uudelleen säätää

αναπαριστώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
reenact, erhvervsmæssig eksponering vejledende grænseværdier, eksponering vejledende grænseværdier, erhvervsmæssig eksponering vejledende

αναπαριστώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
potěšit, pobavit, osvěžit, rozptýlit, obnovit, občerstvit, reenact, znovu přijmout

αναπαριστώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozerwać, odtwarzać, bawić, rozrywać, odtworzyć, powtarzać ponownie, przywracać moc, reaktywują, odtwarzają, reenact

αναπαριστώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
reenact, újból rendelkezni

αναπαριστώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
reenact, tekrar canlandırması, yeniden canlandırmak, Canlandırma yapıyoruz, reenact kullanacaksanız

αναπαριστώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трус, легкодухий, боягузливий, зрадницький, боягуз, відновлюють, поновлюють

αναπαριστώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reenact

αναπαριστώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
установят отново

αναπαριστώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аднаўляюць, ўзнаўляюць

αναπαριστώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taaslooma, taaskehtestada, taaskehtestada ohtlike ainete, taaskehtestada ohtlike

αναπαριστώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
reenact

αναπαριστώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reenact

αναπαριστώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Kartoti, naujo įteisinti, Atkurti galia, Kartoti dar kartą, Kartoti dar

αναπαριστώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
reenact, atkārtoti jānosaka tie, atkārtoti jānosaka

αναπαριστώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
повторуваат

αναπαριστώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reconstitui, reenact, reconstituie, redea, repune în scenă

αναπαριστώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obnovit, ponovno sprejeti

αναπαριστώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
reenact
Τυχαίες λέξεις