Λέξη: αμαξοστοιχία

Σχετικές λέξεις: αμαξοστοιχία

αμαξοστοιχία 500 τπ, αμαξοστοιχία 2536, αμαξοστοιχία 500, αμαξοστοιχία βικιπαιδεια, αμαξοστοιχία παρέσυρε πεζό στη λάρισα, αμαξοστοιχία 601, αμαξοστοιχία 501, αμαξοστοιχία 884, αμαξοστοιχία 600, αμαξοστοιχία θέατρο το τρένο στο ρουφ

Συνώνυμα: αμαξοστοιχία

τρένο, τραίνο, ακολουθία, ειρμός, ουρά φορέματος

Μεταφράσεις: αμαξοστοιχία

αμαξοστοιχία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
train, the train, train is, a train

αμαξοστοιχία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amaestrar, enseñar, convoy, entrenarse, instruir, tren, entrenar, domar, hilo, adiestrar, de tren, tren de, trenes, de trenes

αμαξοστοιχία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zielen, eisenbahn, übersetzung, karawane, schulen, schweif, schleppe, zug, eisenbahnzug, anlernen, trainieren, Zug, Bahn, dem Zug, der Bahn

αμαξοστοιχία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exercer, suite, convoi, clique, cortège, défilé, dressage, caravane, traîne, instruire, former, train, transmission, s'entraîner, dresser, queue, gare, trains, le train, de train

αμαξοστοιχία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
istruire, strascico, treno, allenare, addestrare, stazione, treni, in treno, del treno

αμαξοστοιχία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
treinar, exercitar, trem, reboque, adestrar, comboio, de trem, ferroviária, comboios

αμαξοστοιχία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kampeerwagen, spoortrein, tros, opleiden, gevolg, trainen, coachen, trein, de trein, train, treinstation, treinen

αμαξοστοιχία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подковывать, состав, упражнять, свита, обучать, тренироваться, последствие, школить, выездить, дрессировать, цепь, натренироваться, процессия, объезжать, последовательность, тренировать, поезд, поезда, поезде, поездов, на поезде

αμαξοστοιχία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tog, karavane, trene, jernbane, toget, Train, Tren for

αμαξοστοιχία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utbilda, tåg, tåget, järnvägs, train, vid järnvägs

αμαξοστοιχία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kouluttaa, karavaani, opettaa, sihdata, tähdätä, harjaannuttaa, harjoittaa, valmentaa, juna, treenata, totuttaa, junan, junalla, junassa

αμαξοστοιχία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tog, uddanne, toget, train, togets

αμαξοστοιχία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vycvičit, trénovat, cvičit, vychovat, průvod, vlečka, vyškolit, procvičit, vlak, ohon, drezírovat, vychovávat, školit, družina, pěstovat, pochod, vlakové, vlaku, vlaková, vlakem

αμαξοστοιχία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tresować, kolejka, pociąg, uczyć, wyszkolić, trenować, wytrenować, tren, ćwiczyć, wątek, sznur, szkolić, doskonalić, przeszkolić, kształcić, wyćwiczyć, kolej, pociągu, kolejowa, kolejowego

αμαξοστοιχία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vonatosztály, fogaskerék-sorozat, fogaskerék-meghajtás, impulzussorozat, szán, vonat, vonattal, vonaton, a vonat, vonatot

αμαξοστοιχία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tren, kervan, takım, train, treni, bir tren

αμαξοστοιχία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виховати, наслідок, звита, поїзд, потяг

αμαξοστοιχία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tren, treni, trenit, i trenit, trenave

αμαξοστοιχία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
влак, влака, Тренирайте за

αμαξοστοιχία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цягнік, поезд

αμαξοστοιχία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rong, treenima, rongi, rongiga, rongide, rongis

αμαξοστοιχία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povorka, povlačiti, niz, trenirati, vlak, Trenirajte, željeznička, vlaka, vlakom

αμαξοστοιχία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lest, járnbrautarlest, þjálfa, Train, Lestin, lestinni

αμαξοστοιχία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dresiruoti, traukinys, mokyti, traukinio, traukinių, traukiniu

αμαξοστοιχία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dresēt, vilciens, karavāna, trenēties, trenēt, vilciena, vilcienu, dzelzceļa, vilcienam

αμαξοστοιχία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воз, возот, железничка, железничката, возови

αμαξοστοιχία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tren, dresa, caravană, trenul, trenului

αμαξοστοιχία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trenirati, vlečka, vlak, train, vlaka, vlakom, vlakov

αμαξοστοιχία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlak, vlečka, vlaku, train
Τυχαίες λέξεις