Изворотливость στα ελληνικά

Μετάφραση: изворотливость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφευρετικότητα, καπάτσος, τέχνη, ικανότητα, φιλοτεχνία, δραστηριότητα, σκάφος, επιστήμη, πονηρός, επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, ευστροφία, επιτηδειότητα, σβελτάδα, επινοητικότητα, πανουργία, ευρηματικότητα, η επινοητικότητα, την επινοητικότητα, επινοητικότητά
Изворотливость στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бакалавр στα ελληνικά - Bachelor of Science, πτυχίο επιστημών, πτυχίο, πτυχίου, Άγαμος της επιστήμης
  • выдвигать στα ελληνικά - προωθώ, σπρώξιμο, φέρνω, προτείνω, προάγω, κίνηση, σαλεύω, ...
  • доминировать στα ελληνικά - κυριαρχώ, υπερισχύω, επικρατώ, είμαι, δεσπόζω, βρίσκομαι, διανύω, ...
  • домогающийся στα ελληνικά - φιλόδοξος, υποψήφιος, φιλόδοξων, υποψήφια, τα υποψήφια, αναζητητή
Τυχαίες λέξεις
Изворотливость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφευρετικότητα, καπάτσος, τέχνη, ικανότητα, φιλοτεχνία, δραστηριότητα, σκάφος, επιστήμη, πονηρός, επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, ευστροφία, επιτηδειότητα, σβελτάδα, επινοητικότητα, πανουργία, ευρηματικότητα, η επινοητικότητα, την επινοητικότητα, επινοητικότητά