Εφευρετικότητα στα ρωσικά
Μετάφραση: εφευρετικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
искусность, изворотливость, находчивость, мастерство, сметливость, изобретательность, хитроумие, изобретательности, изобретательностью
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφευρετικότητα
εφευρετικότητα translate, εφευρετικότητα ορισμος, εφευρετικότητα αγγλικα, καθοδηγούμενη εφευρετικότητα, εφευρετικότητα στα αγγλικα, εφευρετικότητα λεξικό γλώσσας ρωσικά, εφευρετικότητα στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- εφευρίσκω στα ρωσικά - норовить, ухитриться, ухитряться, изловчаться, вымышлять, изловчиться, справляться, ...
- εφευρετικός στα ρωσικά - изобретательский, находчивый, изобретательный, по изобретению, изобретательской, изобретательского
- εφεύρεση στα ρωσικά - инвенция, изобретать, домысел, вымысел, изобретательный, изобретательство, изобретение, ...
- εφηβεία στα ρωσικά - юность, молодость, моложавость, половая зрелость, полового созревания, половое созревание, половой зрелости, ...
Τυχαίες λέξεις
Εφευρετικότητα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: искусность, изворотливость, находчивость, мастерство, сметливость, изобретательность, хитроумие, изобретательности, изобретательностью
Μεταφράσεις: искусность, изворотливость, находчивость, мастерство, сметливость, изобретательность, хитроумие, изобретательности, изобретательностью