Λέξη: οριστικά

Σχετικές λέξεις: οριστικά

οριστικά αποτελέσματα οαεδ, οριστικά αποτελέσματα εεταα 2013, οριστικά αποτελέσματα εσπα, οριστικά αποτελέσματα εκλογών 2012, οριστικά αποτελέσματα παιδικών σταθμών εεταα 2013, οριστικά αποτελέσματα εεταα, οριστικά αποτελέσματα απογραφής 2011, οριστικά αποτελέσματα κοινωφελούς εργασίας, οριστικά άρθρα, οριστικά αποτελέσματα εεταα 2012

Συνώνυμα: οριστικά

αναμφισβήτητα, αποφασιστικά, ρητά

Μεταφράσεις: οριστικά

οριστικά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
definitely, definitively, definitive, permanently, finally

οριστικά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
definitivamente, sin duda, duda

οριστικά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
endgültig, bestimmt, definitiv, jeden Fall, auf jeden Fall, jeden

οριστικά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
certes, catégoriquement, évidemment, nettement, définitivement, fixe, sans, certainement, vraiment, absolument, doute

οριστικά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
decisamente, sicuramente, definitivamente, assolutamente, certamente

οριστικά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
definitivamente, definitivo, certamente, certeza, sem dúvida, dúvida

οριστικά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorgoed, definitief, zeker, absoluut, beslist, zeker de

οριστικά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наверно, наверняка, вчистую, определенно, строго, безусловно

οριστικά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
definitivt, absolutt

οριστικά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
definitivt, absolut, definitivt att

οριστικά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ehdottomasti, varmasti, todellakaan, lopullisesti, selvästi

οριστικά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
absolut, helt sikkert, helt, definitivt, bestemt

οριστικά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
definitivně, určitě, samozřejmě, rozhodně, jistě, jednoznačně

οριστικά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyraźnie, definitywnie, oczywiście, zdecydowanie, pewno, na pewno, pewnością, z pewnością

οριστικά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hogyne, minden bizonnyal, határozottan, biztosan, feltétlenül, egyértelműen

οριστικά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesinlikle, mutlaka, kesin, kesin olarak

οριστικά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
напевне, напевно, визначено, виразно, безумовно, точно, безперечно

οριστικά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pa dyshim, sigurisht, patjetër, definitivisht, padyshim

οριστικά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
определено, сигурност, със сигурност, категорично, определено е

οριστικά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
без, бяз, вызначана, пэўна, дакладна, напэўна, безумоўна

οριστικά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahtlemata, kindlalt, kindlasti, lõplikult

οριστικά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
definitivno, svakako, sigurno, zasigurno, je definitivno

οριστικά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ákveðið, örugglega, ákveðið að, sannarlega, efa

οριστικά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aiškiai, žinoma, tikrai, neabejotinai, galutinai

οριστικά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noteikti, noteikti ir, galīgi

οριστικά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дефинитивно, дефинитивно се, сигурно, секако

οριστικά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
categoric, siguranta, cu siguranta, siguranță, cu siguranță

οριστικά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vsekakor, definitivno, zagotovo, gotovo, nedvomno

οριστικά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
samozrejme, rozhodne, určite, dôrazne

Στατιστικά δημοτικότητας: οριστικά

Τυχαίες λέξεις