Изготавливать στα ελληνικά

Μετάφραση: изготавливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάχνω, κατασκευάζω, κάνω, εξαναγκάζω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε
Изготавливать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вымарывание στα ελληνικά - ακύρωση, ακυρώνω, vymaryvanie
  • выпивоха στα ελληνικά - μπέκρος, φιλοπότης
  • действует στα ελληνικά - πράξεις, πράξεων, πράξεις που, ενέργειες, πράξεων που
  • докатиться στα ελληνικά - φτάνω, ρολό, roll, κύλινδρο, ρολού, ονομαστική
Τυχαίες λέξεις
Изготавливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάχνω, κατασκευάζω, κάνω, εξαναγκάζω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε